φιλεργής

φιλεργής
-ές, Α
φίλεργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -εργής (< ἔργον*), πρβλ. πολυ-εργής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χάιδν, Φραντς Γιόζεφ — (Haydn, Ρόραου, Κάτω Αυστρία 1732 – Βιέννη 1809). Ορθή προφορά: Χάιντν. Αυστριακός συνθέτης. Η παιδική ζωή του X. –ο οποίος στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού αναγνωρίστηκε αργότερα ως πατέρας της νεότερης μουσικής– έφερε τη σφραγίδα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”